Παρασκευή 27 Αυγούστου 2010

"My baby baby, balla balla"

Αναδημοσιεύω από το ΛΕΥΚΟ ΘΟΡΥΒΟ (motorcycle boy)

Είναι γνωστό οτι μου αρέσει να βλέπω ποδόσφαιρο. Επίσης, υπάρχει η έντονη φημολογία οτι τα τελευταία 45 χρόνια της ζωής μου τα πέρασα (ξόδεψα) στην Ελλάδα, άρα μοιάζει προφανές να παρακολουθώ περισσότερο το ελληνικό ποδόσφαιρο και μ΄αυτό δεν θέλω να υπονοήσω τίποτα απολύτως για την ποιότητά του. Έτσι είναι, αυτό έχουμε, άμα δε σ΄αρέσει φάε μόνο τις πατάτες.

Παρ΄όλα αυτά και επειδή στο ποδόσφαιρο διαδραματίζουν σημαίνοντα ρόλο οι ποδοσφαιριστές (τουλάχιστον μέχρι να βρει τον τρόπο ο Μουρίνιο να κλωνοποιήσει 11 εαυτούς του με σορτσάκια μέσα στο γήπεδο) υπάρχουν στο άθλημα κάτι μούρες που μου γυρνάνε τ΄άντερα. Δε βλέπονται οι άτιμοι ρε παιδί μου και είναι τόση η απέχθειά μου για τις φάτσες (και το στυλ) τους που δηλώνω τιμίως και ευθαρσώς οτι επηρεάζει μέχρι και την αδέκαστη κρίση μου για τις ποδοσφαιρικές τους δεξιότητες.

Σκέφτηκα λοιπόν να τους μαζέψω όλους (κανονικούς κι αναπληρωματικούς) σε μια ομάδα την οποία θα ονομάσω I TEAM -επειδή με το άκουσμα και μόνο των ονομάτων τους στην έναρξη κάθε αγώνα αρχίζω τα «Ι gamisou».


Βασικός τερματοφύλακας της ομάδας ο τρισάθλιος Κώστας Χαλκιάς. Ο άνθρωπος που καταχράστηκε ξεδιάντροπα το πάνκικο κοκόρι, ο τερματοφύλακας που τρομοκράτησε τους αντίπαλους επιθετικούς με την κοφτερή του όψη (κοκόρι σε ευθεία γραμμή με σουβλερή μύτη και μυτερό αξύριστο σαγόνι). Το γεγονός οτι έπαιξε στις ομάδες που σιχαίνομαι περισσότερο στο ελληνικό πρωτάθλημα (ΠΑΟ, ΠΑΟΚ) αλλά και στην ομάδα-υπνοστεντόν του χερ Όττο μετρίασε κάπως την απέχθειά μου για τον Χαλκιά. Επειδή, λόγω συνθηκών, όταν αυτός τρώει γκολ εγώ πανηγυρίζω. Ο Χαλκιάς είναι απόφοιτος της τερματοφυλακτικής σχολής Ατματζίδη –τουτέστιν, ακόμα κι αν αναγκάσει τον Βίγια και τον Μέσι να κόψουν το ποδόσφαιρο απογοητευμένοι που δεν μπορούν να του βάλουν γκολ, εμπιστοσύνη στους συμπαίκτες του αποκλείεται να εμπνεύσει. Ο λόγος δεν είναι άλλος από το γεγονός οτι μπορεί μεν να πιάσει τα άπιαστα αλλά είσαι σίγουρος (την ίδια ακριβώς στιγμή) πώς αν του γυρίσεις τη μπάλα από ελεύθερο, αποκλείεται να την συγκρατήσει (γνωστό και ως φαινόμενο «μαρούλια αντί για δάχτυλα»). Χωρίς να διαθέτει την κωλοπαιδίστικη παράνοια του Ελευθερόπουλου που έδινε κάποια αίγλη στην παροιμιώδη του αστάθεια, ο Χαλκιάς είναι απλώς ένας τερματοφύλακας που χαίρεσαι να έχεις αντίπαλο.

Αναπληρωματικός του Χαλκιά δεν θα μπορούσε να είναι άλλος από τον ζεν πρεμιέ Άλεξ Τζόρβα. Τον γοητευτικό συλλέκτη σπορ αυτοκινήτων, τον δανδή του αθλήματος, τον πυροβολημένο (κατά δήλωσή του, στο Καραϊσκάκη). Ο Άλεξ κυριαρχεί στη μικρή του περιοχή με το αγανακτισμένο στυλάκι θαμώνα παραλιακού κλαμπ πού ξέχασε η γκαρσόνα να του ανανεώσει τα παγάκια. Φροντίζοντας να συντηρεί πάντα την επιμελώς ατημέλητη αξυρισιά του καθώς και το ton sur ton στην στολή με την οποία εμφανίζεται (και όχι αγωνίζεται, μη γίνεσαι μπανάλ!) περνάει τον περισσότερο χρόνο σκυλοβρίζοντας την αμυντική του γραμμή. Το γεγονός οτι κανένας από τους συμπαίκτες του δεν τον έχει πλακώσει ακόμα στις φάπες θα πρέπει να οφείλεται είτε στο ότι ο αμερικανοτραφής Αλεξ έχει βαριά προφορά στα ελληνικά κι έτσι δεν παίρνει χαμπάρι ο έρμος ο Βύδρας τι του σούρνει, ή στο ότι στη μακρινή χώρα των Βάσκων το είχαν σε κακό να μαθαίνουν αγγλικά τα παιδιά τους κι έτσι ο Σαριέγκι δεν προσβάλλεται εύκολα. Η πρόσφατη μεταγραφή του Αλεν Μπουμσόνγκ ο οποίος διαφημίστηκε σαν πράος χαρακτήρας και κουλτουριάρης δείχνει οτι το προπονητικό τιμ του Παναθηναϊκού έχει αντιληφθεί το τι βρομόστομος είναι ο Άλεξ και πασχίζει για την ηρεμία στην άμυνα. Βεβαίως, ο Άλεξ τρώει τα γκολ με το τσουβάλι αρκεί ο αντίπαλος επιθετικός να μη ρίξει πάνω του τη μπάλα (ή να μη τη βγάλει έξω). Αλλά, ακολουθώντας τη στάνταρ Παναθηναϊκή διαδικασία, οι ανύπαρκτες ικανότητες του Τζόρβα υμνούνται σε βαθμό Μπουφόν (ή μπούφων). Πράγμα το οποίο δεν είναι καθόλου κακό βεβαίως –η συγκεκριμένη τακτική εφαρμόστηκε με ιδιαίτερη επιτυχία και παλιότερα στην περίπτωση Νικοπολίδη με αποτέλεσμα να εξασφαλίσει η Θρυλάρα ψημένο γκολκίπερ για μια εξαετία! Άλεξ γερά λοιπόν!

Σε θέματα άμυνας είναι άτεγκτος. Οι αμυντικοί της ομάδας θα πρέπει να είναι «σκυλιά ατάιγα» που έλεγε κι ένας φίλος, οπότε θα χρησιμοποιήσω μόνο δύο. Δεν υπάρχουν αναπληρωματικοί στους αμυντικούς αφού απλούστατα οι συγκεκριμένοι αμυντικοί δεν παθαίνουν τίποτα. Τσιμεντοκολώνες! Γκρο μπετό.

Πρώτη κολώνα ο Sotis (όχι ο Βολάνης) Κυριάκος. Ο γνωστός και ως «αλάνι». Ο σκληροτράχηλος βλάχος με την αλογοουρίτσα, η υπενθύμιση του γεγονότος οτι ο γκρικ λάβερ θα βρωμάει πάντα ποδαρίλα, ο χαμένος γιός του Καλιτζάκη. Ο ντόμπρος άντρας που δεν είχε κανένα πρόβλημα να κάνει πουστιά σε απευθείας τηλεοπτική μετάδοση για να κερδίσει την αποβολή του Ζιοβάνι, ο σκληροτράχηλος ποδοσφαιριστής που τρέλανε τον Σκωτσέζο διαιτητή («έτσι που τον είδα να πέφτει θεώρησα οτι έπαθε μεγάλη ζημιά και έδωσα το πέναλτι, αλλά αυτός, αμέσως μετά σηκώθηκε σα να μην έτρεχε τίποτα!»), ο αμυντικός ογκόλιθος που τρώει σαν χάνος την προσποίηση του Αντριάνο και τον παρακολουθεί με κρεμασμένο σαγόνι να σκοράρει. Ο άνθρωπος των ειδικών αποστολών, αυτός δηλαδή πού όταν ένας προπονητής βλέπει οτι το παιχνίδι είναι χαμένο τον εξουσιοδοτεί να το κάνει μπουρδέλο μπας και βγει τίποτα. Πέρσι πλασαρίστηκε σαν ο Σωτήρης (Σωτήρας) της Λίβερπουλ και όντως συντέλεσε στη χειρότερη χρονιά της συγκεκριμένης ομάδας. Φέτος παίζει μονάχα όταν οι κόκκινοι αντιμετωπίζουν μεγαθήρια τύπου Τραμπζονσπόρ (εντός έδρας βέβαια). Ο Sotis φυσικά έχει λαμπρή σταδιοδρομία και στην Εθνική.

Δίπλα στον Sotis, ο Μπρούνο. Ο Τσιρίλο, ο άνθρωπος που κόβει τους αντίπαλους επιθετικούς με τη σιχαμάρα που αποπνέει. Καθότι, όσο σκληροτράχηλος κι αν είναι ο φορ, όταν ζυγιάζει την περίπτωση ακούσιας ανταλλαγής υγρών με τον Μπρούνο και την πιθανότητα μολυσματικών ασθενειών που συνεπάγεται η συγκεκριμένη περίπτωση, ένα τσαφ θα το κάνει! Ένας στιγμιαίος δισταγμός που όμως είναι αρκετός για να έρθει ο παρτενέρ του Μπρούνο (επειδή ο ίδιος σπανίως κινείται, παίζοντας με προσήλωση τον ρόλο του σκιάχτρου) και να κόψει τη μπάλα. Θυμάμαι όταν ανακοινώθηκε η μεταγραφή του Τσιρίλο στην ΑΕΚ, οι τηλεοπτικοί δημοσιογράφοι (αφού έφαγαν τον κόσμο ψάχνοντας για ένα εντυπωσιακό πλάνο, κάποιο γκολ ή κάτι παρόμοιο) έδειχναν τον Μπρούνο να σηκώνει στον αέρα με μια κλωτσιά έναν άμοιρο Ιταλό ποδοσφαιριστή. Όχι –ο Μπρούνο δεν παίζει στην Εθνική Ελλάδος, δυστυχώς.

Στον τομέα των πλάγιων μπακ θα κάνω κάποιες υποχωρήσεις. Δηλαδή, όχι μόνο θα βάλω με το ζόρι δύο αλλά ο ένας απ΄αυτούς δεν είναι και κλασσικός πλάγιος μπακ (άσε που αμφιβάλω αν παίζει ακόμα μπάλα σε καμιά δεύτερη κατηγορία).

Αριστερά λοιπόν ο πασπαρτού Σταύρος Λαμπριάκος. Το δεύτερο κοτσιδάκι της ομάδας και ο ιδανικός παρτενέρ του Sotis σε βλαχομεταλάδικη εμφάνιση. Ο άνθρωπος που ήταν ικανός να παίξει σε όλες τις θέσεις μιας ομάδας εξίσου άσχημα! Ο αμυντικός που έσπαγε πόδια όταν ήθελε να μαρκάρει, ο μέσος που έσπαγε πόδια όταν ήθελε να ντριπλάρει, ο επιθετικός που έσπαγε πόδια όταν ήθελε να σκοράρει! Ο Monk! Η ζωντανή απόδειξη οτι ένας πορτιέρης μπορεί να κάνει καριέρα στα γήπεδα.

Δευτέρα 23 Αυγούστου 2010

Ρέκβιεμ για την Πρέβελη

Αναδημοσιεύω από το blog  ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΣ Η ΠΟΛΗ ΜΑΣ :

Αφιερωμένο στο φοινικόδασος της Πρέβελης που κάηκε ολοσχερώς χτές Κυριακή και σύμφωνα με τον υπεύθυνο Πολιτικής Προστασίας του Νομού Ρεθύμνης κ. Μπαγιαρτάκη "Πρόκειται για τεράστια καταστροφή για το δεύτερο μεγάλο φοινικόδασος της Κρήτης, καταστροφή οικολογική, πολιτιστική και τουριστική".

Πρωτοπήγα στην Πρέβελη καλοκαίρι του 1980.  Και κόλλησα.
Μέχρι το ’83 τελευταία φορά που πήγα έμεινα συνολικά κοντά στα δύο χρόνια.
 
Συνήθως ζούσα στο παλιό μοναστήρι (κλειστό τώρα) μαζί με άλλους freaks της εποχής, Έλληνες και ξένους ή σε κάποια καβάτζα ψηλά στο ποτάμι μακριά απ’ την παραλία.
 
Πίναμε νερό απ’ τις πηγές του μοναστηριού ή απ’ το ποτάμι (σε κάποιο σημείο σε κοντινή απόσταση απ’ την κοίτη του και αφού το νερό διηθιζόταν  απ’ τα διπλανά πετρώματα ανάβλυζε καθάριο).
 
Μαγείρευα  ζυμαρικά που προμηθευόμουνα απ’ τα κοντινά  χωριά  Λευκόγεια και Ασώματο, έφτιαχνα κρεμμυδόσουπες, αυτοσχέδιο ψωμί (τσαπάτες) που τόψηνα στις φωτιές  που κάθε βράδυ ανάβαμε, έπιανα δεκάδες καβούρια καθημερινά μια και το ποτάμι ήταν γεμάτο.
 
Για την παραλία δεν υπήρχε δρόμος , ούτε οι σημερινές σκάλες. Σκαρφάλωνες ή κατέβαινες απ’ τα βράχια κι έπρεπε για να μην είναι τόσο κουραστικό ,αν ήσουν έξυπνος, να ακολουθάς τις πατημασιές και τις ακαθαρσίες του μοναδικού γάιδαρου που κατέβαινε στην Πρέβελη μαζί με τον παππού που τον οδηγούσε και κατέβαζε μερικές μπύρες , λεμονάδες και πορτοκαλάδες σε μια παράγκα στην άκρη της παραλίας, φτιαγμένη απ’ τα ίδια τα βράχια και μερικά ξύλα.
 
Ο άλλος δρόμος ήταν μέσα απ’ το ποτάμι. Όταν μέναμε στο παλιό μοναστήρι ή στο περίφημο «Δέλτα», (ένα μικρό κατάφυτο νησάκι που σχηματίζεται εκεί που συναντιούνται δύο ποταμάκια και φτιάχνουν το Μέγα ποταμό που κυλάει μέχρι τη θάλασσα) συνηθίζαμε να κατεβαίνουμε μέσα απ’ το ποτάμι, που αλλού είναι ρηχό κι αλλού αρκετά βαθύ.
Στην Πρέβελη έμεινα και κάποιους μήνες  χειμώνα καιρό κι  ήταν πραγματικά δύσκολα. Εκεί με γνώρισα , μηχανευόμουνα τα πάντα για να βρω τροφή,  προστάτευα τον εαυτό μου, κατάφερνα να κοιμηθώ ζεστός αγκαλιά με πυρωμένη πέτρα,  που την μετακινούσα σ’ όποιο κομμάτι του κορμιού μου κρύωνε. 
 
Ο τόπος ήταν εξωπραγματικός, τροφή για τα μάτια, το κορμί  και τη ψυχή. Η ομορφιά του παλιού μοναστηριού με τους μισογκρεμισμένους  στάβλους, η ομορφιά του  φαραγγιού, του φοίνικα , του ποταμού με τη μεγάλη λίμνη στις εκβολές του , εκεί που έρχονταν  τα ψάρια απ’ τη θάλασσα και πηδούσαν σαν έπεφτε ο ήλιος , η ομορφιά του αετού που είχε τη φωλιά  του ψηλά στο φαράγγι και τον καταλαβαίναμε απ’ την τεράστια σκιά που σκοτείνιαζε τον ήλιο σαν περνούσε, η ομορφιά  των γυμνών κοριτσιών και αγοριών.
 
Κι όλη αυτή την ομορφιά, εμείς τα φρικιά, την διατηρούσαμε και την προστατεύαμε. Θυμάμαι το 1981 που εμποδίσαμε μέλη απ’ το Γερμανικό κανάλι ZDF, που ήρθαν φορτωμένοι κάμερες και τρίποδες  απ’ την άλλη μεριά της παραλίας, να γυρίσουν ντοκιμαντέρ για τους …κρυμμένους παραδείσους. Θυμάμαι κι άλλα πολλά. Θυμάμαι τους ντόπιους βοσκούς που πέταγαν στο ποτάμι ψόφια κατσίκια και για ένα καιρό μέχρι να το ανακαλύψουμε μας είχε θερίσει η δυσεντερία. Θυμάμαι τη μέρα που ελαιοτριβείο ψηλά στο Κουρταλιώτικο φαράγγι άδειασε όλα τα κατάλοιπα απ’ την επεξεργασία της ελιάς στο ποτάμι. Μαύρισε το νερό, βρώμισε όλος ο τόπος, έβγαινα τα καβούρια να σωθούν κι έβλεπες να έχουν άλλα δύο πόδια, άλλα τρία, έχαναν τα πόδια απ’ την τοξικότητα των καταλοίπων… Έφευγα τότε θυμωμένος, αλλά μετά από κάνα δίμηνο σε αγροτικές δουλειές, πάλι στην Πρέβελη γυρνούσα.
 
Κι ύστερα ήρθε η πρόταση για αξιοποίηση, εκδίωξη των αλητών τουριστών και ανάδειξη του μέρους. Το μόνο που κατάφεραν ήταν η άφιξη των μπάτσων, η εκδίωξη, το κλείσιμο του παλιού μοναστηριού. Αργότερα ήρθαν οι προσεγγίσεις  με εκδρομικά απ’ τις κοντινές  παραλίες, οι ομπρέλες , οι ξαπλώστρες, το café-bar στην παραλία, το νοίκιασμα κανώ, τα θαλάσσια ποδήλατα, η ξεφτίλα…  
 
Τα είδα, πήγα πέρυσι μετά από σχεδόν 26 χρόνια κι έφριξα, εγώ ο παλιός φρίκος…
Πήγα και φέτος  να δείξω την Πρέβελη στα παιδιά μου, το κάλλος δεν κρύβεται όσα σκουπίδια και να του έχουν κρεμάσει.
 Τα παιδιά ξέρουν , θα βρουν κι αυτά τη δική τους Πρέβελη, κι όσο και να τους την ασχημύνουν αργότερα , η εσωτερική Πρέβελη θα παραμένει, θα γυρνούν  κι αυτά όπως κι εγώ εκεί , χωρίς  να χρειαστούν  πλοία και εισιτήρια, μια βουτιά στο ποτάμι που κυλάει μέσα μας αρκεί. 


Κι ένα video για την Πρέβελη που χάθηκε